χοιρογρύλλιος — shâphân masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρογρύλλιος — ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ) αρχ. σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χοιρογρυλλίοις — χοιρογρύλλιος shâphân masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρογρυλλίου — χοιρογρύλλιος shâphân masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρογρυλλίους — χοιρογρύλλιος shâphân masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρογρύλλιοι — χοιρογρύλλιος shâphân masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρογρύλλιον — χοιρογρύλλιος shâphân masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
язвец — род. п. еца барсук , новгор., тверск., южн. (Даль), олонецк. (Кулик.), язво – то же (ИОРЯС I, 334), язвик, шенкурск. (Подв.), барсук , стар. кролик (Даль), укр. язвець барсук , др. русск. ɪазвъ, ɪазвьць барсук , ɪазвьно кожа , сербск. цслав. ѩзвъ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
SAPHAN — cuius mentio Levit. c. 11. v. 5. Hebraeis dicitur, qui Arabibus aliarbuo, Hieronymo arctomys, maioris scil. muris genus, in Palaestina, Aegypto et Libya, αρκτομῦς, i. e. ursinus mus, Graecis dictum, quod incederet bipes, et prioribus pedibus,… … Hofmann J. Lexicon universale
χοιρόγρυλλος — ὁ, Α βλ. χοιρογρύλλιος … Dictionary of Greek
ՃԱԳԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. χοιρογρύλλιος chirogrillum եւ cuniculus. իտ. coniglo. Ծակարար կամ ծակամուտ կենդանի՝ կարճոտն, գէր, եւ երկչոտ, որպէս նապաստակ փոքրիկ, կամ մուկն մեծն, կամ ոզնի անփուշ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)